φωτογράφος κηδειών











Βρέχει βατράχια έξω. Τα παντζούρια είναι κλειστά και η σόμπα γεμίζει με μονοξείδιο του άνθρακα το δωμάτιο. Ακούω τα βατράχια, που κοπανάνε με μανία στο ξύλο – ματώνουν άραγε; – και κοιτάζω το τηλέφωνο. Εκείνο μου απαντάει. Το σηκώνω. Τη φωνή αυτή την έχω ακούσει πολλές φορές και για άλλη μια μου λέει μια ιστορία. Είναι μια φωνή βραχνή και πηχτή σαν μπαγιάτικο μέλι.

Αυτή τη στιγμή, σε μια κοιλάδα, κάπου έξω από την πόλη, ο κύριος Μέλβιν είναι καθισμένος σε ένα ολοστρόγγυλο άσπρο βράχο και τραβάει φωτογραφίες. Φυσάει ένα ζεστό, υγρό αεράκι και τα σύνεφα μοιάζουν με ξεθωριασμένα ζαχαρωτά. Ο κύριος Μέλβιν δεν τραβάει όμως τα σύννεφα, παρά μόνο τη νεκρή φύση. Είχε εργαστεί για κάποια χρόνια σαν φωτογράφος κηδειών.

«Που είπες ότι δουλεύεις;».

Η γυναίκα, με το τακτοποιημένο γιακαδάκι και τα καθώς πρέπει γυαλάκια, έχει γουρλώσει τα μάτια. Μάλλον δεν πιστεύει αυτό που μόλις έχει ακούσει. Και ο γοητευτικός άντρας που βρίσκεται μπροστά της μεταμορφώνεται σε ένα γκαργκόιλ, σε ένα μακάβριο θέαμα, σε ένα νεκροθάφτη των εικόνων. Για άλλη μια φορά ο κύριος Μέλβιν απομακρύνεται από τον κόσμο των ζωντανών και γίνεται αναπόσπαστο μέλος της επόμενης φωτογραφίας που θα τραβήξει.

Και εκεί συναντά δύο άντρες που ματώνουν πάνω στο μάρμαρο, ημίγυμνοι, με τα μακριά μαλλιά να στάζουν ιδρώτα και τα μάτια τους μισόκλειστα.

Τον κοιτάζουν για λίγο μέσα από το λυκόφως που δένει τη ζωή με το θάνατο και του θυμίζουν με μια φωνή:

«Το παρόν δεν υπάρχει».

«Μονάχα το παρελθόν», λέει ο νέος.

«Και το μέλλον», λέει ο γέρος.

Ο κύριος Μέλβιν αναποδογυρίζει το νόμισμα και κάτω από το μάρμαρο βρίσκει μια γυναίκα που τον υποδέχεται υγρή και ζεστή σαν ανοιξιάτικο αεράκι. Δαγκώνει το κάτω χείλος, τα μαλλιά της τινάζονται.

«Παρελθόν και μέλλον δεν υπάρχει. Μόνο το παρόν».

Πίσω στη μικρή καφετέρια, ένας άντρας τον κοιτάζει ακριβώς με το ίδιο έκπληκτο; – καχύποπτο; – απωθητικό; – βλέμμα. Τα πρόσωπα που έχει απέναντι του εναλλάσονται, όπως το φως με το σκοτάδι, όμως το βλέμμα παραμένει το ίδιο. Μόνο όταν τα ίδια πρόσωπα έρχονται ξανά σε αυτόν για να του ζητήσουν τις υπηρησίες του, μόνο τότε, το βλέμμα έχει αλλάξει. Γιατί οι άνθρωποι επιλέγουν να θυμούνται τον πόνο άραγε;

Ο κύριος Μέλβιν δεν έμεινε σε αυτή τη δουλειά για πάρα πολύ. Του το είχε πει εξάλλου ο δάσκαλος του.

«Εκείνοι τον πόνο τον δένουν στην εικόνα. Εσύ τον φορτώνεσαι στο σβέρκο σου».

Για αυτό οι νεκροθάφτες προτιμάνε να κοιτάζουν το νεκρό, παρά τους ζωντανούς ολόγυρα του. Για αυτό και εκείνος τώρα, ενώ κάθεται στη μέση μιας ολοζώντανης κοιλάδας τραβάει μονάχα τη νεκρή φύση. Σαν αυτό το μικρό βατράχι που κατά λάθος πάτησε πριν λίγο.

Σαν όλα αυτά τα νεκρά βατράχια που βρήκα μετά την μπόρα στο μπαλκόνι μου.

3 σχόλια:

aniaris είπε...

τόσο συχνά

Ανώνυμος είπε...

ομορφα.

καποτε υπηρχε μια τετοια δουλεια.μακαβρια μεν αλλα νομιζω ειχε καποια αξια.
παντως παρον δεν υπαρχει.μεχρι να το συνειδητοποιησεις εχει γινει παρελθον.

αλις

lust-time είπε...

...σαν τα ορθογραφικά σου λάθη και όχι μόνο