παιδικός σταθμός













Κάποτε, όχι και πολύ παλιά, ζούσε στην πόλη ένας άντρας που είχε δυο κόρες. Η γυναίκα του είχε πεθάνει και άλλους συγγενείς δεν είχε. Μονάχα δύο κόρες. Η μία ήταν ψηλή και ξανθιά και την έλεγε Εστράλια και η άλλη ήταν πιο καχεκτικιά και φορούσε σιδεράκια. Αυτήν τη φώναζε Θαλώ.

Εκείνα τα χρόνια, την πρώτη νύχτα του χρόνου, συνηθιζόταν στην πόλη να βγαίνουν όλα τα παιδιά στα μπαλκόνια των πολυκατοικιών και να τραγουδάνε στο σκοτάδι τραγούδια, χαρούμενα για το χρόνο που έρχεται και λυπητερά για τη χρονιά που χάνεται πίσω. Παλιότερα, έβγαιναν και οι μεγάλοι, αλλά όσο περνούσε ο καιρός σταμάτησαν να βγαίνουν στα μπαλκόνια, μαζί με τους γιους και τις κόρες τους. Τώρα μονάχα κανέναν άστεγο άκουγες να τραγουδάει ανάμεσα στις φωνές των παιδιών. Ή καμιά φορά να βρίζει.

Έτσι, όπως και κάθε χρόνο, η Εστράλια και η Θαλώ, βγήκαν στο μικρό μπαλκόνι τους και, στριμωγμένες ανάμεσα στα σκουριασμένα κάγκελα, τραγούδησαν μαζί με τα υπόλοιπα παιδιά. Καθώς περνούσε η ώρα το τραγούδι των παιδιών γινόταν όλο και πιο αδύναμο, μέχρι που έσβησε σιγά σιγά, καθώς ένα ένα τα παιδιά γυρνούσαν πίσω στους γονείς τους. Όταν πια δεν ακουγόταν τίποτα, εκείνες μπήκαν πάλι μέσα στο διαμέρισμα τους και έφαγαν μαζί με τον πατέρα τους σούπα από σιτάρι και κρέας. Αφού τελείωσαν με το φαγητό, εκείνος τις φίλησε – πρώτα την Εστράλια και ύστερα τη Θαλώ – και δίχως να πει άλλη κουβέντα, έπεσε για ύπνο.

Οι δυο αδερφές έκατσαν στο μικρό καναπέ και άνοιξαν την τηλεόραση. Κάθε χρόνο, εκείνη τη νύχτα, έπαιζε πάντα την ίδια ταινία. Κάθε χρόνο την έβλεπαν χωρίς ήχο για να μην ξυπνήσουν τον πατέρα τους που κοιμόταν στο διπλανό δωμάτιο.

«Ξέρω τι έκανες στη μαμά», είπε η Θαλώ στην Εστράλια, χωρίς γυρίσει να την κοιτάξει.

Εκείνη δεν απάντησε. Το κρεβάτι του πατέρα τους σιγοέτριξε.

«Ξέρω τι έκανες στη μαμά», ξαναείπε η Θαλώ στην Εστράλια, όμως αυτή τη φορά εκείνη δεν ήταν πια δίπλα της. Είχε πάει μέχρι τη μεγάλη τζαμόπορτα.

«Κοίτα τι βρήκα στο μπαλκόνι!», στα χέρια της κρατούσε μια πολύχρωμη σακούλα παιχνιδιών.

Η Θαλώ πλησίασε δισταχτικά κοντά της.

«Τι να έχει μέσα;», ρώτησε και την άνοιξε.

Βρήκε μια λάμα, το κομμένο χέρι μιας κούκλας πλαστικής και ένα σπασμένο κραγιόν. Η Θαλώ κοίταξε τη λάμα, κοίταξε τα ακίνητα μάτια της αδελφής της και την έπιασε από το χέρι.

«Μη φοβάσαι, δε θα πω τίποτα στον μπαμπά. Θα είναι το μυστικό μας».

Τη νύχτα εκείνη, οι δυο αδερφές κοιμήθηκαν σφιχταγκαλιασμένες. Το πρωί, το κρεβάτι τους ήταν άδειο. Το ξυπνητήρι χτύπησε ξανά και ξανά όμως δεν υπήρχε κανείς για να το κλείσει. Ο πατέρας τους βρέθηκε σφαγμένος στο κρεβάτι του και εκείνες είχαν εξαφανιστεί. Το μόνο στοιχείο που κατάφεραν να ανακαλύψουν οι αρχές, ήταν μια πολύχρωμη σακούλα παιχνιδιών. Μέσα της, βρήκαν μια χτένα χρησιμοποιημένη και ένα ζευγάρι σιδεράκια. Επίσης χρησιμοποιημένα.

Οι εφημερίδες έγραψαν για άγρια δολοφονία και απαγωγή, όμως η γριά που διηγήθηκε την ιστορία χθες το βράδυ, μου ορκίστηκε πως η λάμα που κρατούσε στο χέρι της, είχε πάνω της ακόμα το ξεραμένο αίμα του πατέρα της. Μου είπε ακόμη, πως το βλέμμα του δεν την καθόλου έκπληκτο όταν τον δολοφονούσε, και πως ακόμη πιο αδιάφορο ήταν το βλέμμα της μητέρας της μερικά χρόνια πιο πριν.

Όταν τη ρώτησα, αν μου τα λέει όλα αυτά γιατί επιζητά την εξιλέωση, χαμογέλασε.

Έβαλε το μαχαίρι στη φούχτα μου και με άφησε μόνο μου, έξω από την αίθουσα τοκετών, να περιμένω τη χαρμόσυνη είδηση της γέννησης της κόρης μου.

4 σχόλια:

Y. K. είπε...

το ηξερα πως θα ειναι σαν να σου πεφτει ο ουρανος στο κεφαλι στο τελος.
οι ιστοριες με μικρα παιδια ειναι σχεδον παντα τρομακτικες.
Οι λεξεις που μου ηρθαν στο μυαλο διαβαζοντας τα ονοματα ειναι αστραφτω και θολος.
Μα τελικα δεν ξερω γιατι δεν τα αντιπαθησα αυτα τα μικρα κοριτσια.
το μονο σιγουρο ειναι πως καρδιοχτυπησα!

I.P.Potis είπε...

Είναι που μάλλον όλοι μας έχουμε προσπαθήσει να δολοφονήσουμε τους γονείς μας. Ποικιλοτρόπως.

Ανώνυμος είπε...

θα μπορουσε ανετα να αποτελεσει σεναριο για βιβλιο ολοκληρο η ταινια μεγαλου μηκους!τελειο!

Syderia είπε...

η κυριολεξια δεν ειναι αλλωστε η ευκολη λυση(;);