borges.remixed.vol2














Η Έμμα Σουνς είναι καθισμένη σε μια φθαρμένη ξύλινη καρέκλα, σφίγγει τα δάχτυλα των χεριών της και συλλογιέται τα λόγια του Μπόρχες:

«Η μόνη νοητή εκδίκηση, αλλά και η μόνη νοητή συγγνώμη, είναι η λησμονιά».

Πόσο διαφωνεί μαζί του. Στο τραπέζι δίπλα της, είναι το γράμμα που την έχει πληροφορήσει για την αυτοκτονία του πατέρα της. Το δωμάτιο είναι μικρό, τακτοποιημένο και ήσυχο, ημιυπόγειο στο κέντρο της πόλης. Στο ραδιόφωνο, ένας δημοσιογράφος σχολιάζει την επερχόμενη απεργία στη βιοτεχνία που δουλεύει. Εκεί που κάποτε δούλευε και ο πατέρας της. Πριν φύγει.

Είχε κλάψει γοερά μέχρι που ξημέρωσε, κι ύστερα τον πόνο αντικατέστησε η βαθιά ανάγκη της για εκδίκηση. Για δικαιοσύνη.

Θυμήθηκε ξανά τις μέρες της ντροπής. Τότε που ο πατέρας της κατηγορήθηκε άδικα για τη μεγάλη απάτη στη βιοτεχνία. Θυμήθηκε τα αποκόμματα του τύπου που έβρισκε κολλημένα στα παράθυρα από τους γείτονες και τα βλέμματα του κόσμου όταν έβγαιναν από το σπίτι. Ο πατέρας της δεν μπορούσε να τα αντέξει όλα αυτά. Λίγο πριν φύγει από την πόλη, με άλλο όνομα και άλλα μάτια, της ορκιστεί πως ο κλέφτης ήταν ο Ααρών Λέβενταλ, ο τότε οικονομικός διαχειριστής και τωρινός συνιδιοκτήτη της βιοτεχνίας. Τα θυμήθηκε όλα αυτά και άρχισε να καταστρώνει την εκδίκηση της.

Και μόλις πέφτει ο ήλιος η Έμμα Σουνς σηκώνεται και ξεκινά.

Το λιμάνι είναι γεμάτο από μπαρ σαν και αυτό που αναζητά. Παρατηρεί τις γυναίκες που μιλάνε στους ναυτικούς. Εκείνη είναι 19 χρονών και οι άντρες της προκαλούν ακόμη μια αδικαιολόγητη αμηχανία, σχεδόν τρόμο. Τις παρατηρεί και ύστερα πλησιάζει μια παρέα ξένων. Σκέφτεται πως ο ένας τους είναι πολύ νέος και πως υπάρχει ο κίνδυνος να της εμπνεύσει κάποια τρυφερότητα, για αυτό ρίχνεται σε έναν άλλο, πιο λαϊκό, πιο χυδαίο.

Κατά τη διάρκεια της πράξης για μια στιγμή σκέφτεται, πως το φριχτό πράγμα που της κάνουν τώρα, το έκανε και ο πατέρας της, ο νεκρός πατέρας της, στη μητέρα της. Όμως αμέσως μετά προσπαθεί να κρατηθεί από το ότι στη δική της περίπτωση, ο καθένας από τους δυο τους είναι ένα όργανο για τον άλλο. Για εκείνον είναι ένα όργανο ηδονής, ενώ για εκείνη ένα όργανο εκδίκησης.

Ύστερα όταν μένει πια μόνη δεν ανοίγει αμέσως τα μάτια. Συγκεντρώνεται στην αίσθηση που έχει αφήσει ο ξένος στο κορμί της, και καθώς το κάνει αυτό μουρμουρίζει τα λόγια που θα ακούσει ο Λέβενταλ πριν πεθάνει.

Ντύνεται και παίρνει το δρόμο για τη βιοτεχνία.

Κάνει κρύο. Ο χειμώνας κάνει την πόλη να φαίνεται ακόμη πιο έρημη τη νύχτα. Οι άνθρωποι της γυρνάνε την πλάτη τους στα κλειστά παράθυρα και η Έμμα Σουνς τους είναι ευγνώμον για αυτό. Φροντίζει να πάει στη δουλειά της από δρόμους ξεχασμένους, η διαδρομή μοιάζει με έναν οικείο λαβύρινθο. Της θυμίζει το σχέδιο που έχει καταστρώσει.

Ο Ααρών Λέβενταλ, μένει πάντα μέχρι αργά στο γραφείο του. Για τον πολύ κόσμο είναι ένας σοβαρός άνθρωπος, για το μικρό στενό του κύκλο, ένας φιλάργυρος, για την Έμμα είναι ο δολοφόνος του πατέρα της. Απόψε έχει μείνει ειδικά για εκείνη: περιμένει την εμπιστευτική αναφορά που του υποσχέθηκε για την απεργία.

Κι εκείνη βρίσκεται τώρα μπροστά του.

Μουδιασμένη, λέει κάποια ονόματα, υπονοεί κάποια άλλα, παίζει αριστοτεχνικά το ρόλο της καταδότριας και κάποια στιγμή τα χάνει. Σαν να την κυριεύει ο φόβος και ο κύριος Λέβενταλ, της λέει να ηρεμήσει και πάει να της φέρει λίγο νερό. Ακριβώς όπως το έχει σχεδιάσει. Όσο λείπει η Έμμα ανοίγει το συρτάρι του και παίρνει το περίστροφο που όλοι ξέρουν πως ο κύριος Λέβενταλ κρύβει μέσα, από τον παθολογικό φόβο του για τους κλέφτες. Ύστερα από λίγο γυρνάει με το ποτήρι νερό στο χέρι.

Τράβηξε δυο φορές τη σκανδάλη.

Ο πελώριος άντρας σωριάστηκε στο πάτωμα. Τα χείλια του έφτυσαν βρισιές και αίμα και εκείνη άρχισε να του απαγγέλει τη θανατική καταδίκη («Εκδικήθηκα τον πατέρα μου, και κανείς δε θα μπορέσει να με τιμωρήσει…»), αλλά σταμάτησε, γιατί ο κύριος Λέβενταλ είχε πεθάνει. Δεν έμαθε ποτέ της αν είχε προλάβει να καταλάβει.

Ξέστρωσε το ντιβάνι, ξεκούμπωσε το σακάκι του νεκρού, του έβγαλε τα ματωμένα γυαλιά και σήκωσε το τηλέφωνο. Ύστερα είπε αυτά που έμελλε να ξαναπεί πολλές φορές, μ’ αυτά ή με άλλα λόγια:

«Συνέβη κάτι απίστευτο… Ο κύριος Λέβενταλ με κάλεσε εδώ με το πρόσχημα της απεργίας… Με βίασε, τον σκότωσα…»

Η ιστορία ήταν πράγματι απίστευτη, αλλά κανένας δεν την αμφισβήτησε, ίσως γιατί, κατά βάθος, ήταν αληθινή. Αληθινός ήταν ο τόνος της φωνής της, αληθινή η σεμνότητα, αληθινό το μίσος. Αληθινή ήταν ακόμη και η προσβολή που είχε υποστεί.

Ψέματα ήταν μόνο οι περιστάσεις, η ώρα και κάνα-δυο κύρια ονόματα.



Υγ. Το μόνο που δεν κατάφερε να προβλέψει στο κατά τα άλλα τέλειο σχέδιο της η Έμμα Σουνς, είναι πως το απόγευμα εκείνο συνέλαβε το ένα και μοναδικό παιδί της. Παραδόξως, του έδωσε το όνομα του νεκρού πατέρα της, αν και ο μικρός δεν του έμοιαζε καθόλου.

4 σχόλια:

I.P.Potis είπε...

Η πρωτότυπη ιστορία του Η.L.Borges ονομάζεται "Έμμα Σουνς" και βρίσκεται στη συλλογή "Το Άλεφ" (1949).

aniaris είπε...

πόσο διαφωνώ κι εγώ μαζί του.

I.P.Potis είπε...

θεωρητικά έχει δίκιο.

Η θεωρία όμως στην πράξη, απέχει απο την πράξη.

Δεν είμαι ψάρι είπε...

बीप