έρωτας στα χρόνια της χολέρας















Η χολέρα χτύπησε την πόλη και οι άνθρωποι κοιμόντουσαν ήσυχοι στα σπίτια τους. Κανείς δεν κατάλαβε πότε ακριβώς ήρθε, κανείς δεν την είδε, κανείς δεν την οσμίστηκε.

Μονάχα ένας γέρος, που είχε την παράγκα του λίγο πιο έξω από τα πρώτα σπίτια.

Την ώρα που, από συνήθεια, έψαχνε να δει στο γραμματοκιβώτιο του αν κάποιος τον θυμήθηκε, είδε τη μαύρη κυρά να πλησιάζει με το αργόσυρτο περπάτημα και τη θανατερή λαλιά.

«Πάλι έρχεσαι να χτυπήσεις την πόλη μας, κόρη του Άδη, δαιμόνισσα κυρά;»

Εκείνη του ‘γνεψε χωρίς να βγάλει μιλιά.

«Γιατί ξανά; Δε χόρτασες από ψυχές και άδικο θάνατο την τελευταία σου φορά;»

«Έτσι είναι γραφτό να γίνει».

«Και για να χουμε καλό ερώτημα, πόσους σκοπεύεις να πάρεις φέτος;»

«Δέκα χιλιάδες».

Ο γέροντας δεν είπε τίποτα άλλο, μόνο απέμεινε να κοιτάζει τις ίσιες πλάτες της, καθώς ο ήλιος πάσχιζε να ανέβει στον ορίζοντα.

Και ήρθε η χολέρα στην πόλη κι έφερε το μαύρο θάνατο σε άντρες, σε γυναίκες και παιδιά. Σε κανένα δε χαρίστηκε. Οι υπονόμοι ξέρναγαν χολή και οι πλατείες έσβησαν, γέλιο δεν άκουγες, μόνο θρήνους, βλαστήμιες και κατάρες που κρέμονταν από τα καλώδια του ρεύματος σα νεκρά πουλιά.

Κι όπως άξαφνα ήρθε, έτσι άξαφνα έφυγε.

Μα πάλι στο δρόμο της το γέροντα συνάντησε. Ήταν απομεσήμερο κι εκείνος ψαχούλευε το ραδιόφωνο ν’ακούσει τις ειδήσεις.

«Ψέματα μου είπες. Δεν πήρες δέκα χιλιάδες, πήρες πενήντα!», της είπε θυμωμένος.

«Δε σου είπα κανένα ψέμα», του αποκρίθηκε εκείνη ατάραχη, «εγώ δέκα χιλιάδες πήρα. Τις υπόλοιπες σαράντα, τις πήρε ο φόβος».

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

εχει δικιο ο γεροντας,αυτη θα παρει μαζι της 50.000.μην ερθεις.