η γυναίκα που ήταν δέντρο
Τη γνώρισα πριν από μερικούς μήνες σε ένα συνηθισμένο καφέ της πόλης. Φορούσε κάτι σκούρο, ήταν σιωπηλή και κοιτούσε επίμονα το μπολ με τα κυβάκια της ζάχαρης. Δεν έδειχνε θλιμμένη, ούτε αφηρημένη, ήταν σα να ήταν κατά κάποιο τρόπο αποκομμένη από όσα συνέβαιναν γύρω της. Σαν να ήταν βυθισμένη σε ένα εκκωφαντικό εσωτερικό μονόλογο, που αφενός την εμπόδιζε να ακούσει οτιδήποτε άλλο συνέβαινε γύρω της, αφετέρου την προστάτευε με ένα μαγικό τρόπο από την ευτέλεια του κόσμου.
Ήταν η πιο γοητευτική γυναίκα που έχω γνωρίσει.
Μερικές μέρες αργότερα, αφού είχαμε κάνει έρωτα και καπνίζαμε ξαπλωμένοι στο κρεβάτι της, αναφέρθηκα σε αυτή τη σιωπή της. Εκείνη μου διηγήθηκε την εξής ιστορία:
«Όταν ήμουν μικρή νόμιζα ότι ήμουν δέντρο. Το ξέρω πως είναι αστείο, αλλά η γιαγιά μου μου είχε πει πως όταν γεράσει πάρα πολύ ο άνθρωπος και δεν μπορεί πια να περπατήσει, τον πηγαίνουν μες στο δάσος κι εκεί του βγάζουν τα παπούτσια, του θάβουνε τα πόδια μέσα στο χώμα, κι ύστερα τον αφήνουν μοναχό ανάμεσα στα δέντρα. Εκείνος τότε κλείνει τα μάτια και δεν τα ανοίγει ποτέ ξανά, και ύστερα, αφού περάσουν πολλά πολλά χρόνια, ο γερασμένος άνθρωπος γίνεται δέντρο.
Έτσι έμαθα να αγαπάω τα δέντρα, όσο αγαπάω τους ανθρώπους. Και το πρώτο πράγμα που σου μαθαίνουν τα δέντρα είναι η σιωπή. Και το πρώτο πράγμα που σου μαθαίνει η σιωπή είναι ο εαυτός σου. Όμως όσο πιο πολύ σιωπάς τόσο πιο πολύ απομακρύνεσαι από τους άλλους ανθρώπους, γιατί τότε παύεις να ανήκεις στην πόλη τους. Ανήκεις πια στο δάσος και έχεις ανάγκη από άλλα δέντρα για να πλέξεις τα κλαδιά σου και όχι από πολυκατοικίες που σου πνίγουν τον ορίζοντα.
Καμιά φορά νιώθω ακόμα σα να είμαι δέντρο. Νιώθω τις ρίζες μου να βαθαίνουν κάτω από την άσφαλτο και τα φύλλα μου να ταξιδεύουν στα μπαλκόνια ή τις πιλοτές και τότε σωπαίνω, όπως τη μέρα που με είδες, και αναρωτιέμαι ως πότε οι άνθρωποι της πόλης θα μιλάνε τόσο φασαριόζικα μεταξύ τους χωρίς να λένε τίποτα, ως πότε θα ακούνε τις τηλεοράσεις και τα ραδιόφωνα χωρίς να ακούνε τίποτα, ως πότε θα αγκαλιάζονται μες στο σκοτάδι χωρίς να νιώθουν τίποτα».
Σηκώθηκα από το κρεβάτι, ντύθηκα κι έφυγα.
Κατάλαβα πως δεν υπάρχει πιο μοναχικό πλάσμα από ένα δέντρο δίχως το δάσος του.
Κι εγώ ούτε να γίνω θέλω του τελευταίου δέντρου ξυλοκόπος.
Ούτε του νέου δάσους του ρομαντικός κι ελπιδοφόρος αναδασωτής.
4 σχόλια:
ως ποτε...?
Όσο χρειαστεί.
τι ωραία η εντός εισαγωγικών ιστορία... είναι από λαϊκό μύθο;
όχι αγαπητέ, αυτοσχέδια.
Δημοσίευση σχολίου