άπαξ έχασε

Ο κύριος Μερλό ήταν ένας άνθρωπος που καταπιάστηκε με πολλά πράγματα στη ζωή του.

Ήταν δραστήριος. Αγαπούσε τη ζωή. Και σε μεγάλο βαθμό την απολάμβανε.

Όταν πάτησε τα εξήντα όμως τα πράγματα άλλαξαν λίγο.

Ο κύριος Μερλό άρχισε να χάνει τα πράγματα του.

Όχι, δεν εξαφανίζονταν μυστηριωδώς, αν και στην αρχή πολύ θα ήθελε να το πιστέψει.

- γιατί βλέπετε πάντοτε του άρεσαν τα μεγάλα μυστήρια –

Όχι, ο λόγος ήταν πολύ πιο απλός.

Ξεχνούσε που τα έβαζε, που τα ακουμπούσε, που τα ταχτοποιούσε.

Ο κύριος Μερλό τότε κατάλαβε πως είχε γεράσει.

Στην αρχή στεναχωρήθηκε.

Στεναχωρήθηκε πολύ είναι η αλήθεια, γιατί το γέρασμα του μυαλού είναι πολύ πιο οδυνηρό από ότι αυτό του σώματος.

Όμως είπαμε, ο κύριος Μερλό ήταν ένας άνθρωπος δραστήριος. Και πρακτικός.

Το μυαλό του δεν είχε γεράσει ακόμη τόσο ώστε να μην μπορεί βρει τη λύση.

Και τη βρήκε.

Αγόρασε ένα μεγάλο κόκκινο τετράδιο και έγραφε σε αυτό τη θέση κάθε αντικειμένου που έπιανε στα χέρια του.

Έτσι έλυσε το πρόβλημα του.

Και το χαμόγελο ξαναγύρισε στα χείλη του.

Όμως όχι για πολύ.

Ο κύριος Μερλό σύντομα κατάλαβε πως τώρα μπορεί να μην έχανε τα πράγματα του

Αλλά έχανε κάτι πολύ σημαντικότερο.

Το χρόνο του.

Και ήξερε πως δεν ήταν πια τόσο πολύς.

Ο κύριος Μερλό αποφάσισε να πετάξει το κόκκινο τετράδιο.

Και να ξεχάσει πόσο πολύ τον απασχολούσε πως ξεχνούσε.

Όμως όταν έψαξε για να το βρει, δεν ήταν έκει που το είχε αφήσει.

Ο κύριος Μερλό σήκωσε τους ώμους απαλά και ξαναχαμογέλασε.

Απλά το έχασε.

ταξί δει

Το ταξίμετρο γράφει.

Ο ταξιτζής δίπλα σου καπνίζει και ακούει λαϊκά.

Και η λεωφόρος τρέχει μέσα στο κεφάλι σου.

Είσαι πιωμένος.

Ξέρεις ότι σε κάνει κύκλους.

Αλλά δε σε νοιάζει.

Γιατί τότε, μόνο τότε,

καταλαβαίνεις πως δεν πειράζει.

Έτσι κι αλλιώς το πορτοφόλι σου

είναι άδειο τελικά.