Αφύσικο

Και ο συλλογισμός σου πάει κάπως έτσι:

Αν προϋπόθεση για ένα καλύτερο κόσμο είναι η καλύτερη παιδεία τότε τι πάει στραβά μέχρι τώρα σ’ αυτή;

(γιατί ο καλύτερος (από ηθικής - κοινωνικής πλευράς) κόσμος απέχει μόνο μερικά δάχτυλα πιο κοντά απ’ ότι απείχε πριν δυο χιλιάδες χρόνια: άνθρωποι σκοτώνουν – εκμεταλλεύονται ανθρώπους, κυβερνούν απατεώνες, λαοπλάνοι και δικτάτορες και το οικολογικό δε χρειάζεται καν να συμμετέχει στη καταμέτρηση – σνομπάρει τα άλλα ως μοντέρνο και εκσυγχρονισμένο πρόβλημα)


Με μια καλύτερη παιδεία, λες, θα μπορούσε να καλλιεργηθεί η κρίση των παιδιών και να αποκτήσει η ανθρωπότητα μέλη που δε χειραγωγούνται και δε θα πέφτουν θύματα εκμετάλλευσης και κοροιδίας. Ωραία, το υπάρχον σύστημα αφαιρεί το ενδιαφέρον από τα παιδιά με την αποστήθιση και τον μονόπλευρο τρόπο διδασκαλίας κλπ κλπ και υπάρχουν προτάσεις για εναλλακτικούς τρόπους. Μήπως όμως σε μία ηλικία που κύριο μέλημα των ανθρώπων είναι το παιχνίδι και η διασκέδαση οτιδήποτε καταναγκαστικό αυτόματα μειώνει το ενδιαφέρον και προκαλεί αντίδραση από το παιδί;


Ψάχνεις κάποιο τρόπο να εξαφανίσεις το εμπόδιο που η σκέψη σου εμφάνισε στο σόου της συλλογιστικής σου. (ο Κόπερφιλντ σε παρακολουθεί, σιγομουρμουρίζοντας τα βήματα και, μιμούμενος τις κινήσεις σου, γράφει κάτι στο σημειωματάριο του). Σου ‘ρχεται μια ιδέα αλλά το μετανιώνεις, όπως όταν φωνάζεις κάποιο γνωστό στο δρόμο και ανακαλύπτεις ότι δεν είναι αυτός:

Το να μεταφερθούν οι γενικές γνώσεις όπως γραμματική, μαθηματικά, ιστορία, φυσική σε ηλικίες μεγαλύτερες προφανώς θα ήταν δύσκολο γιατί στις μικρές ηλικίες ο άνθρωπος έχει την μεγαλύτερη ικανότητα για μάθηση.

Και εδώ έρχεται ο προβληματισμός σου πρωινιάτικα σαν ντελίβερι εγκεφαλικής πίτσας και σου ζητάει να πληρώσεις:


Πώς τα κατάφερε έτσι η φύση και την περίοδο της ζωής του ανθρώπου που τον νοιάζει μόνο το παιχνίδι του έδωσε τη μέγιστη ικανότητα για μάθηση;

Ιστο ρίες

Θέλω να γράψω μια ιστορία για ένα παιδί που τρέχει γυμνό σε μια παραλία του αυγούστου, για την ελπίδα της πρώτης αγάπης, για τον αγώνα του γερο-σαλίγκαρου λίγο πριν το τέλος της ανηφόρας, για την αθωότητα, για το ηλιοβασίλεμα που κυνηγάει το παράθυρο του τελευταίου τρένου, για το ξέφρενο γέλιο των φίλων σου, για τον χαρούμενο σκοπό των καρβουνιάρηδων, για έναν έρωτα που γεννήθηκε στη βροχή του πιο μεγάλου ηφαιστείου, για τη δύναμη του ακροβάτη, για το θάρρος, για εκείνους που μέθυσαν άνοιξη, για εκείνον που γκρεμοτσακίζεται και χαμογελά και σε κοιτάει στα μάτια για να σου δώσει κουράγιο, για την αγάπη, για ένα ιστιοφόρο που τα βαλε με τον άνεμο κι ας παλεύει ακόμα να του πάει κόντρα, για τη φιλία, για τα φιλιά στο σκοτάδι και τα δαγκώματα, για όσα ελπίσαμε και ελπίζουμε και αξίζει να πεθάνουμε ελπίζοντας για αυτά, για τους εραστές τις πιο μεγάλης νύχτας του χειμώνα, για ένα λουλούδι που τρύπησε την άσφαλτο της εθνικής, για ένα πρωινό χάδι, για έναν χιονάνθρωπο που δραπέτευσε από τη στενή αυλή μας, μόνο και μόνο για να λιώσει στην άπλα της πλατείας, για το πάθος του πόθου για πάθος, για ένα δευτερόλεπτο που κοιταχτήκατε χθες σε ένα μπαρ, για έναν τυφλό που παίζει σε κάθε διάβαση τη ζωή του κορώνα γράμματα γιατι δε θέλει να μείνει σπίτι, για ένα σπίτι που έχισε μία μόνο αγκαλιά, για μία σκέψη που σε κάνει να χαμογελάς το πρωί όταν ανοίγεις τα μάτια, για όλα αυτά για τα οποία αξίζει κανείς να ζει, για σένα που κατάφερες να διαβάσεις αυτή την ιστορία μέχρι το τέλος.

Μόνο που μπλεγμένος στον ιστό τους δεν ξέρω από που να ξεκινήσω.