Στην Πισίνα

Ετοιμάσου! Σαν κολυμβητής στον βατήρα του τώρα, περιμένεις τη πιστολιά του αφέτη – αναπάντεχου για να βουτήξεις στη πισίνα του μέλλοντος, βαθιά και σκούρα (σαν τα πράγματα).

Έτσι καμπουριασμένος καθώς είσαι δε την έχεις πάρει και με καλό μάτι. Το κακό το μάτι όμως έχεις μάθει να το αποφεύγεις και καθώς προσπαθείς να τα συγχρονίσεις θαμπώνει η όραση σου. Ξέρεις ότι τα γυαλάκια της ρουτίνας θα στα προσέχουν σαν τα μάτια τους ενώ το σκουφάκι της λήθης θα κρατήσει στεγνό - καθαρό το μέτωπο σου μέχρι να βγεις.


Πάρ’ το απόφαση. Μέχρι να καταφέρεις να εστιάσεις η πισίνα θα αδειάσει για συντήρηση. Και επειδή ούτε με τη συντήρηση τα πας καλά, θες να προοδεύσεις.(όχι τη κλασσική πρόοδο – κάτι σε πιο jazz) Και ετοιμάζεσαι.


Η αναμονή σε σκοτώνει. Σαν να ρίχνει βουβές πιστολιές στο κεφάλι σου. Το ξέρεις όμως ότι κάποια στιγμή θα ρίξει, δε μπορεί. Και έχεις πιαστεί κιόλας έτσι σκυμμένος.Αν δεν ήταν κι ο Μέρφι θα σηκωνόσουν να ξεπιαστείς λίγο. Κάτι τέτοιο θα ήταν αυτοκτονία. Σαν να ανάβεις τσιγάρο περιμένοντας το λεωφορείο. Μαλάκα Μέρφι!


Μετά ξεχνιέσαι λίγο κοιτώντας τα δάχτυλα του ποδιού σου. Μα πως είναι έτσι στραβά! Την όραση σου εμποδίζει και το αίμα που στριμώχνεται στο κεφάλι σου για να έχει καλύτερη θέα. Όλα μαζί, τα ερυθρά αιμοσφαίρια στήνουν πανηγύρι:

- Ρε πως είναι έτσι τα δάχτυλα των ποδιών του ρεεεεε!

- Ακούτε χωριανοιιιί!

- Ψαρεύεις κιόλας με το μεσαίο;

- Πάρ’ το αλλιώς φίλεεεε!

- Σαν να μην έχουν αποφασίσει αν θα ακολουθήσουν το πόδι ή θα την κάνουν στη πρώτη γωνία…


Εσένα σου έχει ανέβει το αίμα στο κεφάλι (και μεταφορικά) μ’ όλα αυτά. Ρίξε επιτέλους, ζαλίζομαι! Τα ερυθρά αιμοσφαίρια χορεύουν πλέον pogo στο κεφάλι σου και ετοιμάζουν να φτιάξουν και ιστοσελίδα για τα δάχτυλά σου. Ζαλισμένος γέρνεις μπροστά και από το φόβο μην πέσεις πρόωρα και ξεφτιλιστείς, κάνεις απότομα πίσω, καταλήγοντας στο σκαλάκι της αναμονής.


Το μπαμ φυσικά ακούγεται την ίδια στιγμή. Δε θα έπεφτες ούτως ή άλλως. Αντίθετα ξαπλώνεις, γυρνάς το κεφάλι κατά τις εξέδρες και βλέπεις εκεί τους συνταξιδιώτες σου. Πειρατές, κακοποιοί και τρελοί χειροκροτούν και γελούν δείχνοντάς σε. Γελάς και εσύ και απολαμβάνεις τον παιδικό σου εφιάλτη σαν να τανε η πιο καλοστημένη φάρσα.


Καπετάνιε, πριν βουτήξεις, ζήσε στο μυαλό σου τα γλέντια μ' αυτούς που σε προπόνησαν γι' αυτή τη στιγμή.

δρομέας

Τρέχει με φόρα.

Αναρωτιέσαι τι τον κυνηγάει.

Ο δρόμος είναι στεγνός και σε κάθε του πάτημα τινάζεται σκόνη.

Είναι πρωί, ερημιά και φυσάει.

Κάνει κρύο, τα δέντρα είναι καμμένα και το βένζινάδικο που προσπερνάει άδειο.

Δεν ακούς πουλιά, μόνο την ανάσα του.

Το σκοτάδι κρύβεται για λίγο ακόμη στον ορίζοντα.

Ο ήλιος διστάζει.

Εκείνος όμως συνεχίζει.

Αναρωτιέσαι τι είναι αυτό που κυνηγάει.

Ο δρόμος είναι ανήφορος και σε κάθε του πάτημα κομμάτια από τη σόλα του διαλύονται και φεύγουν.

Δεν έχει ιδρώσει, δεν έχει λαχανιάσει, δε δείχνει κουρασμένος.

Έχει στο μέτωπο του σκόνη. Μπορεί να είναι και η στάχτη των δέντρων.

Οι παλμοί της καρδιάς του έχουν πάντα τον ίδιο μονότονο ρυθμό.

Τα βήματα του το ίδιο.

Συνεχίζει.

Μέχρι που ο δρόμος γίνεται ίσιος ξανά.

Και τότε.

Τρέχει για λίγα μέτρα ακόμη.

Και στο πρώτο της μέρας φως, πηδάει στο γκρεμό.

Τον λούζουν οι χρυσές ακτίνες της αυγής στο άπιαστο μακρουβούτι του για τον ωκεανό.

Κάποιοι φωνάζουν πως το ταξείδι του τελείωσε.

Κάποιοι άλλοι πως τώρα μόλις αρχίζει.

Όμως εκείνος στην πραγματικότητα απλά υπάρχει.

Και μες στο νερό, σίγουρα, δεν τους ακούει.

Αναποδοφάσιστος

Πίσω από το δέντρο κρατάς την ανάσα σου. Ήταν λάθος η ιδέα. Πως δε το είδες νωρίτερα; Κοιτάς τα εναλλακτικά σου σχέδια και κάνεις ένα κύκλο μαζί τους για να συζητήσετε την πορεία από δω και μπρος. Σκύβετε. Ψιθυρίζετε. Με την κουβέντα, σιγά σιγά κάποια αρχίζουν και απομακρύνονται, κάποια τα διώχνεις με κλωτσιές εσύ.
Στο τέλος μένετε εσείς κι εσείς (πληθυντικοί ευγενείας). Σε κοιτάζει στα μάτια το τελευταίο και σου λέει :


- Αν δε το κάνεις εσύ θα το κάνω εγώ.

- Μη με πιέζεις, τα πράγματα δεν είναι απλά.

- Τα πράγματα είναι από σχεδιασμού τους έτσι.

- Δε θα το ρίξουμε στη φιλοσοφία τώρα.

- Που θες να το ρίξουμε;

- Έχει περάσει καιρός.

- Ο καιρός δε περνάει μακριά σου, τον καβαλάς και περνάς μαζί του.

- Μου φαίνεται θα βρέξει.

- Πλύνε το φόβο σου στις σταγόνες του.

- Δε θα το ρίξουμε στη ποίηση τώρα.

- Που θες να το ρίξουμε;

- Μα δε φοράω τα καλά μου, τα ρούχα μου κουρελιάστηκαν.

- Άλλος ένας λόγος για να δεχτείς αυτή τη ζεστασιά.

- Δε ξέρω αν είναι η σωστή στιγμή.

- Η Αφροδίτη μπήκε στον Λέοντα, τώρα πρέπει.

- Δε θα το ρίξουμε στην αστρολογία τώρα.

- Που θες να το ρίξουμε;


Ο άνεμος δυναμώνει και τα φύλλα του δέντρου θροΐζουν και ας μην είσαι σίγουρος τι σημαίνει αυτό (μεγάλωσες στη θάλασσα γαμώτο μα πήρες τα βουνά). Στις μύτες των ποδιών σου, σηκώνεσαι σαν να περιμένεις από τον άνεμο να σε σπρώξει μπροστά. Πάντα βασιζόσουν πάνω του. Δειλέ. Εκείνος ξεφυσάει με αδιαφορία και όλα μοιάζουν μάταια.

Και κάπου εκεί ένα λεμόνι πέφτει από τη θέση του και κυλάει προς τις φτέρνες σου. Σε ακουμπά απαλά. Μετέωρος όμως καθώς στέκεσαι είναι αρκετό για να σε κάνει να βγεις από την κρυψώνα σου.

- Θέλω να το ρίξουμε έξω.

Και περνάς την πόρτα του Πύργου.




Για το λεμόνι

έσχατες σχέψεις σχετικά με τις σχέσεις

Κοιμήθηκα παρασκευή ξύπνησα δευτέρα. Σήμερα είναι πάλι παρασκευή.

Βγήκα στο δρόμο, αγουροξυπνημένος, έψαχνα για εφημερίδα και για λίγο ουρανό.

Η κυρία με το κόκκινο φιατάκι μάλλον δεν πρόσεξε το φανάρι. Ούτε εμένα.

Έκανα μια βουτιά στο πλάι, ο προφυλακτήρας της άγγιξε το παντελόνι μου.

Αλλά αντί να προσγειωθώ στην άσφαλτο, κάτι περίεργο συνέβη.

Έπεσα μέσα στον ανοιχτό υπόνομο.

Και βρέθηκα σε ένα ζεστό ποτάμι από σκατά και μέλι.

Το περίεργο δεν είναι πού βρέθηκε το μέλι εκει μέσα.

Αλλά εσύ.

χουζούρι

Απέναντι από το κρεβάτι του βρίσκεται ένα μεγάλο καλοκουρδισμένο ρολόι.

Είναι κόκκινο και έχει δείκτες από γυαλιστερό ατσάλι.

Και βέβαια είναι το πρώτο πράγμα που βλέπει όταν ξυπνάει.

Για ένα και μόνο λόγο.

Θέλει να δει σε πόση ώρα θα σηκωθεί από το κρεβάτι.

Με το ένα μάτι μισάνοικτο δίνει ραντεβού για το ξεκίνημα της μέρας του μετά από πέντε δέκα λεπτά.

Φροντίζει πάντα να είναι στρογγυλεμένη η ώρα.

Ακριβώς, και τέταρτο, και μισή, παρά τέταρτο.

Μα όταν έρχεται η ώρα να σηκωθεί, δεν το κάνει.

Μόνο παίρνει σιωπηλή παράταση.

Με το άλλο μάτι μισάνοικτο κανονίζει στο μυαλό του το επόμενο ραντεβού.

Και ξανά και ξανά, μέχρι που ξυπνάει εντελώς.

Τελικά όταν σηκώνεται δεν το έχει από πριν κανονισμένο.

Ούτε είναι στρογγυλεμένη η ώρα.

Με αργόσυρτα βήματα πάει για το μπάνιο.

Και κάπου μέσα του γκρινιάζει πως έχασε πάλι όλη τη μέρα του στο κρεβάτι.

Πως το φως του ήλιου σύντομα θα χαθεί πάλι.

Κι εγώ, που τον κοιτάζω μέσα απ’ το ρολόι, σκεφτομαι τη σχέση του ανθρώπου με το χρόνο.

Αυτή η συνεχόμενη μετάθεση των ραντεβού.

Η εναλλαγή του ύπνου και του ξύπνιου.

Το μισοκοίταγμα στους δύο δεμένους δείκτες.

Κι η γκρίνια για το χάσιμο της μέρας.

Ένα αδιάκοπο και παρατεταμένο, μοναχικό χουζούρι, με το ρολόι κλειδωμένο στη ρίζα του μυαλού σου.

Θαδήσεις?

Χθες το βράδυ ήθελα να δω ειδήσεις.

Κατέβασα το σταθερό, έκλεισα το κινητό και άνοιξα την τηλεόραση.

Όμως τότε συνέβη κάτι αναπάντεχο.

Ο τηλεπαρουσιαστής των βραδινών ειδήσεων φορούσε άσπρη ποδιά και διαφήμιζε απορρυπαντικό.

Είχε ύφος πυρηνικού επιστήμονα.

Και τα έλεγε πολύ ωραία.

Αλλά εγώ ήθελα να δω ειδήσεις.

Στο διπλανό κανάλι είχαν ξεχάσει να παίξουν το βραδινό δελτίο.

Και στο άλλο ο άνκορμαν είχε αργήσει να πάει.

Είχαν βάλει στη θέση του έναν καμεραμαν που έλεγε πετυχημένα ανέκδοτα.

Αλλά εγώ ήθελα να δω ειδήσεις.

Τα κρατικά απεργούσαν.

Τα παρακρατικά έδειχναν σκληρό πορνό με πρωταγωνιστές γνωστούς πολιτικούς.

Τα διακρατικά, πορνοστάρ σε σοβαρές πολιτικές αναλύσεις.

Καλά όλα αυτά, αλλά εγώ ήθελα να δω ειδήσεις.

Ξαναγύρισα στο πρώτο κανάλι.

Ο τηλεπαρουσιαστής με την άσπρη ποδιά, παρουσίαζε τώρα συνταγές μαγειρικής.

Μαγείρευε καλά είναι η αλήθεια.

Περίμενα λίγο ακόμη.

Μέχρι που με πήρε ο ύπνος στον καναπέ.

Και ονειρεύτηκα πως ήμουν εγώ παρουσιαστής σε δελτίο ειδήσεων.

Πως μπορούσα να παρουσιάσω εγώ τις ειδήσεις που ήθελα.

Για μια στιγμή ένιωσα υπέροχα, ένιωσα τη δύναμη, τη γλύκα της εξουσίας.

Μα αμέσως μετά έντρομος κατάλαβα πως δεν είχα τίποτα να πω.

Γιατί στην άλλη πλευρά του γυαλιού, ο καναπές ήταν πια άδειος.

Κυνιγητό

Απόψε θα παίξουμε κυνηγητό.

Εγώ θα σε κυνηγάω κι εσύ θα μου κρύβεσαι.

Σε σκόρπιες κουβέντες και ανύποπτα βλέμματα.

Σε τυχαίες συναντήσεις και στον καπνό των σβημένων τσιγάρων.

Θα σε κυνηγάω και δε θα το ξέρεις.

Ίσως ούτε κι έγω.

Σημασία όμως πάντα έχει μονάχα το παιχνίδι.

Και η ένταση, σε όσα ανείπωτα παραμονεύουν την κάθε μας σκέψη.

Γιατί, για όσους δεν αγαπούν το χθες και το αύριο είναι μακρινό κι άπιαστο, ο ωκεανός έχει το χρώμα του ουρανού και η σανίδα της σωτηρίας τους το χρώμα του σημερινού μας ήλιου.

Θα σε κυνηγάω μέχρι να κουραστείς.

Τότε μονάχα θα σταματήσω.

Κι όταν καταχτήσω αυτό που ποτέ δεν είχα,

τότε από ανία, εγωισμό και αυταρέσκεια θα σε περιφρονήσω και θα σε αφήσω για πάντα

ήσυχη.