έκανε ειρήνη

Ο κύριος Τούριν ήταν εκπαιδευτής καναρινιών και μάλιστα ένας από τους καλύτερους στον κόσμο.

Παρέδιδε μαθήματα ορθοφωνίας σε καναρίνια όλων των ειδών, ακόμη και στα πιο παράφωνα, ακόμη και στα πιο φάλτσα.

Κανένας από τους ιδιοκτήτες τους δεν έμεινε ποτέ παραπονεμένος και πολλές φορές, τον πλήρωναν τα διπλά ή τα τριπλά από όσο είχαν συμφωνήσει στην αρχή για να του δείξουν την ικανοποίηση τους.

Όταν πια έφτασε στο απόγειο της φήμης του, ένιωσε πως μόνο ένα βήμα πια του είχε απομείνει.

Είχε έρθει ο καιρός να προσφέρει και εκείνος το λιθαράκι του στον ανθρώπινο πολιτισμό.

Αποφάσισε να μάθει ένα καναρίνι να μιμείται επακριβώς τον ήχο ενός φλάουτου και μάλιστα να το εκπαιδεύσει έτσι ώστε να κελαηδίσει δίχως κανένα ψεγάδι ένα σονέτο του Βιβάλντι για φλάουτο.

Η ιδέα του ήρθε σαν αποκάλυψη. Είχε ανακαλύψει τον προορισμό του.

Άρχισε αμέσως. Την επόμενη μέρα κιόλας ακύρωσε όλα του τα ραντεβού και ξεκίνησε την αναζήτηση του κατάλληλου καναρινιού.

Μια αναζήτηση που κράτησε τέσσερα ολόκληρα χρόνια και τον ταξίδεψε από τη μία άκρη της γης στην άλλη.

Τελικά, τα κατάφερε.

Το βρήκε.

Μισοκοιμισμένος σε μια κοιλάδα στα Καναρία νησιά, άκουσε το τέλειο κελάηδισμα. Είχε τη σωστή χροιά, την ορθή τονικότητα και πάνω από όλα το κατάλληλο ηχόχρωμα.

Η τύχη του είχε επιτέλους χαρίσει το πολυπόθητο χαμόγελο της και εκείνος μπορούσε πια να της το ανταποδώσει.

Επέστρεψε.

Η εκπαίδευση ήταν δύσκολη, το ένα εμπόδιο ερχόταν μετά το άλλο, μες στην ελπίδα φώλιαζε συχνά η απόγνωση και μέσα σε κάθε μικρή πρόοδο ένα χάσμα απαισιοδοξίας.

Μα δεν το έβαζε κάτω. Ούτε το καναρίνι.

Λες και καταλάβαινε και το ίδιο τη σημασία του εγχειρήματος ετούτου. Λες και αγωνιούσε και το ίδιο αν θα πρόφταινε να τα καταφέρει προτού το βρει ο θάνατος. Ο χρόνος τους τελείωνε.

Μα τα κατάφεραν.

Ο κύριος Τούριν άκουσε το καναρίνι να του κελαηδάει αψεγάδιαστα το σονέτο του Βιβάλντι, με ένα κελάηδισμα που ακουγόταν σαν το πιο γλυκόλαλο φλάουτο.

Τότε, δίχως να χάσει καιρό, πήρε τηλέφωνο σε φίλους και γνωστούς, σε συνεργάτες και αντιπάλους, σε εφημερίδες και τηλεοράσεις, σε πανεπιστήμια και ινστιτούτα για να τους καλέσει την επόμενη κιόλας μέρα στην παρουσίαση του απίστευτου επιτεύγματος του.

Εξαντλημένος, έπεσε για ύπνο.

Ο κύριος Τούριν είδε τότε στον ύπνο του, έναν άνθρωπο πρωτόγονο. Έναν άνθρωπο με τρίχες και γένια, βρώμικο, γεμάτο λάσπες, που γρύλιζε και περπατούσε πότε με τα δύο και πότε με τα τέσσερα.

Τον είδε να κάθεται και να ξαποστάζει σε ένα δέντρο. Τον είδε να αφουγκράζεται εκείνο το ίδιο καναρίνι. Τον είδε να σκαλίζει τρύπες σε ένα ξύλο κούφιο.

Κι ύστερα τον είδε, με την πρώτη εκείνη φλογέρα, ναι με αυτό το ακατέργαστο σχεδόν κατασκεύασμα, να μιμείται το κελάιδισμα του.

Να περνάνε οι ώρες, να περνάνε οι μέρες και οι μήνες και εκείνος εκεί να συνεχίζει να προσπαθεί.

Να προσπαθεί να μιμηθεί το καναρίνι.

Ο κύριος Τούριν ξύπνησε από τον χτύπο της πόρτας του.

Ήταν πρωί και οι πρώτοι δημοσιογράφοι είχαν καταφτάσει.

Ο κύριος Τούριν κοίταξε ξανά το καναρίνι.

Άνοιξε το παράθυρο, άνοιξε το κλουβί του και το άφησε ελεύθερο.

παραλλαγή σε μύθο παλιό

Ο Χοσέ είδε το θάνατο να τον κοιτάζει καθώς ανέβαινε το πρώτο σκαλοπάτι για το γραφείο του.

Φορούσε ένα ξεθωριασμένο σακάκι και κάπνιζε άφιλτρα τσιγάρα.

Κάπνιζε με το αριστερό του χέρι και τον κοιτούσε με ένταση. Σίγουρα τον κοιτούσε, ένιωσε πως τον ξεχώριζε από όλο το πλήθος.

Ο Χοσέ ταράχτηκε. Ανέβηκε γρήγορα στο τρίτο πάτωμα, εκεί που ήταν το γραφείο του διευθυντή του και του εξήγησε πως έπρεπε να φύγει επειγόντως.

Έπρεπε να φύγει όσο πιο μακριά γινόταν. Έξω και από τη χώρα αν μπορούσε.

Ο διευθυντής δεν του το αρνήθηκε. Του έκλεισε αεροπορικά εισιτήρια την ίδια κιόλας μέρα για τη Στουτγκάρδη και τον φυγάδεψε από την έξοδο κινδύνου.

Όταν πια βγήκε στο δρόμο και σιγουρεύτηκε πως ο θάνατος δεν τον είχε πάρει στο κατόπι, ο Χοσέ μπόρεσε να αναπνεύσει.

Τι τραγικό να τον βρει ο θάνατος μέσα σε αυτό το άθλιο γραφείο αλήθεια!

Συλλογιστήκε τη ζωή του.

Τι τραγικό να τον βρει ο θάνατος μέσα σε αυτή τη μίζερη ζωή!

Και τι ευτύχημα που του είχε γλιτώσει και μπορούσε τώρα να τα δει ξεκάθαρα όλα αυτά.

Είχε χρόνια να νιώσει το μυαλό του τόσο καθαρό.

Έφτασε στο αεροδρόμιο και χαμογελαστός, πραγματικά χαμογελαστός, μπήκε στο αεροπλάνο του για τη Στουτγκάρδη και έφυγε. Τα όνειρα του για μια νέα ζωή μπήκαν και αυτά μαζί του.

Κι ας απαγορεύονταν οι εκρηκτικές ύλες στο αεροπλάνο. Κανείς δεν κατάλαβε τίποτα.

Εν τω μεταξύ, ο διευθυντής του περίεργος και καχύποπτος όπως ήταν κατέβηκε στο ισόγειο για να δει με τα ίδια του τα μάτια αν πράγματι ο θάνατος τριγύριζε εκεί κοντά.

Και τον βρήκε.

«Είναι αλήθεια πως κοίταζες τον Χοσέ, τον υπάλληλο μου το πρωί όταν ήρθε στη δουλειά;», τον ρώτησε.

«Αλήθεια είναι», απάντησε ο θάνατος και έβηξε ξερά λες και τα πνευμόνια του είχαν μονάχα πίσσα.

«Ώστε ήρθες για να τον πάρεις;», συνέχισε τις ερωτήσεις του ο διεθυντής.

«Όχι, ήρθα μόνο για να πάρω εσένα», συνέχισε το βήχα του και ο θάνατος.

Ο διευθυντής ένιωσε τις δυνάμεις του να τον αφήνουν. Η καρδιά του σταμάτησε, μαζί με το λεωφορείο στη διπλανή στάση. Πριν όμως φύγει η ψυχή του από τα χείλια του, έκανε μια τελευταία ερώτηση στο θάνατο.

«Τότε... τότε τον Χόσε, τον υπάλληλο μου για τον κοίταξες τόσο έντονα, που ταράχτηκε, σίγουρος πως είχες έρθεις για εκείνον;».

«Γιατί μου έκανε πολύ μεγάλη έκπληξη που τον είδα εδώ σήμερα, να ανεβαίνει αυτά τα σκαλοπάτια. Βλέπεις, το Χοσέ πρόκειται να τον συναντήσω απόψε στη Στουτγκάρδη», ήταν τα τελευταία λόγια του θανάτου.

μόνο λόγια

Ομολογώ, ναι ομολογώ.

Σε σκότωσα.

Καθόσουν απέναντι μου στο τραπέζι και με κοίταζες, με το ίδιο, πάντα επίμονο σου βλέμμα.

Με κοίταζες και εγώ σε σκότωσα.

Άθελα μου και επίτηδες συνάμα.

Ποιος είχε βάλει σφαίρα στη θαλάμη; Σε ρωτάω.

Ποιος ήταν αυτός που τράβηξε στο τέλος τη σκανδάλη; Με ρωτάς.

Και ποιος ο τυχερός που πρόκειται να κάνει την αναπαράσταση;

Ομολογώ, ναι ομολογώ.

Σε σκότωσα, όχι από μίσος. Ούτε απο υπερβολική αγάπη.

Μονάχα απο περιέργεια.

Ήθελα μοναχά να δω πως είναι να σκοτώνεις.

Για πρώτη μου φορά και εγώ να παρακούσω. Θεούς, νόμους και της λογικής τους δαίμονες.

Ομολογώ, σε σκότωσα και έμεινα πια μόνος.

Μονολογώ, ναι μονολογώ.

o έρως στη σχολή ικάρων

Όπως ο Ίκαρος έτσι και ο έρωτας, θα σε οδηγήσει στον ουρανό.

Ψηλά, πολύ ψηλά. Θα σου χαρίσει τη ζεστασιά του ήλιου.

Για λίγο όμως. Ύστερα δεν μπορεί παρά να συμβεί το μοιραίο.

Έτσι ορίζει η φύση. Έτσι είναι τα πράγματα.

Ύστερα έρχεται η πτώση. Και η συντριβή.

Θα περάσει καιρός, θα ξανασηκωθείς.

Με σπασμένα φτερά και παΐδια θα ξαναπετάξεις.

Και θα ξαναγγίξεις τον ήλιο και θα ξανασυντριβείς.

Και αυτό θα γίνεται όσο αντέχει η ψυχή σου.

Μόνο που ο έρωτας πια θα μοιάζει περισσότερο σε νεκραναστημένο ζόμπι.

Ή στο ρόμποκοπ.

αντί στροφή

Η αγάπη του για τα κρεμμύδια ήταν γνωστή σε όλους τους φίλους του.

Και της φίλες του. Σε αυτές βέβαια ήταν γνωστή με έναν κάπως πιο δυσάρεστο τρόπο.

Δεν έδινε όμως σημασία. Όταν αγαπάς κάτι, όλα τα άλλα είναι ιδιαιτέρως ασήμαντα.

Πέρασαν τα χρόνια και τον ξαναείδα απόψε σε ένα ακριβό, πολύ σικ εστιατόριο.

Από αυτά που κοροϊδεύαμε κάποτε.

Που έχεις όλη την ώρα πάνω από το κεφάλι σου τον σερβιτόρο στητό σαν στέκα και αγχωμένο γιατί πρέπει να σου γεμίσει εκείνος το ποτήρι με κρασί. Και που πρέπει να μιλάς σιγά, να χαμογελάς ανάλαφρα και να τρως με μικρές τακτοποιημένες μπουκίτσες το πολύ νόστιμο και πολύ λίγο φαγητό σου, που έχει μαγειρέψει κάποιος κατα τα άλλα άγνωστος, κατα τα άλλα βραβευμένος, σεφ.

Σε ένα τέτοιο.

Η γνώριμη μυρωδιά της κρεμμυδίλας, που τον συνόδευε τόσα χρόνια είχε σβήσει. Πραγματικά, δεν υπήρχε πια ίχνος από δαύτη.

Μεγαλώσαμε, σκέφτηκα και ξεχάσαμε τις παλιές μας αγάπες.

Να λοιπόν που συμβαίνει και αυτό.

Μα ύστερα παρατήρησα κάτι άλλο.

Αντί για κρεμμύδια, απόψε έτρωγε μύδια άλα κρεμ.

το καβούρι

Σε αντίθεση με τις σαρδέλα, το καβούρι είναι ένα πλάσμα τόυ θαλάσσιου βασιλείου που πολύ δύσκολα θα στριμώξεις σε μία κονσέρβα.

Κάποιοι ισχυρίζονται πως αυτό συμβαίνει επειδή έχει πολύ χοντρό κέλυφος.

Κάποιοι άλλοι, επειδή καταφέρνει πάντα να δραπατεύει με τις πανίσχυρες δαγκάνες του.

Η αλήθεια ίσως να βρίσκεται κάπου αλλού.

Ίσως ο άνθρωπος να μην μπορεί ακόμη να αντιληφθεί πως η φυσή δεν πηγαίνει μόνο προς τα μπρος ή προς τα πίσω.

Μπορεί να φτάσει στο ζητούμενο σημείο με μικρά πλάγια βηματάκια.

Αντίθετα, σε βλέπω πολλές φορές να ξεστρατίζεις και να χάνεις τον προορισμό σου κι ας πηγαίνεις μόνο ευθεία.

σαν κονέρβα με σαρδέλες

Είναι μύθος αυτό που λένε για τις κονσέρβες με τις σαρδέλες.

Αν της στριμώξεις πάρα πολύ αρχίζουν και αυτές να γκρινιάζουν.

Κάποιες αποκτούν κλειστοφοβία και κάποιες άλλες κατάθλιψη.

Γιατί η σαρδέλα, όπως και όλα τα ψάρια ήταν κάποτε ελεύθερη.

Δεν έχει καμία απολύτως σημασία αν το μόνο που μπορεί να θυμάται είναι δύο δευτερόλπετα στριμώγματος.

Ίσως γιατί το στρίμωγμα της φέρνει αμνησία.

στο φανάρι












Άδειοι δρόμοι, βραδινή Αθήνα.

Κοιτάζω ένα σκισμένο σακουλάκι από πατατάκια που κοιμάται στο πεζοδρόμιο.

Το φανάρι είναι πράσινο. Δε βαριέσαι περιμένω το επόμενο.

Ένας σκύλος με κοιτάζει με απορία.

Είναι παράλογο να μην περνάς όταν το φανάρι είναι πράσινο.

Του προκαλώ αμηχανία στην αρχή, ανησυχία στη συνέχεια.

Γιατί δεν ξεκινάς;

Νομίζεις είσαι έξυπνος;

Με προκαλείς;

Αν όλοι έκαναν το ίδιο, τότε ξέρεις τι θα συνέβαινε;

Κοιτάζω πάλι το φανάρι.

Πράσινο. Κόκκινο. Πράσινο.

Αυτό που δεν ξέρεις φτωχέ μου σκύλε, είναι πως το φανάρι καμιά φορά σου λέει και αυτό μικρά και αθώα ψέματα.

πινγκ πονγκ

Χτύπας το μπαλάκι του πινγκ πονγκ, προσεχτικά στο τραπέζι.

Ετοιμάζεσαι για σερβις.

Χίλια μάτια είναι καρφωμένα πάνω σου. Ο αντίπαλος σε περιμένει.

Σφίγγεις τη ρακέτα.

Κουμπώνεις τη ζακέτα.

Και ξεκινάς.

Μα τότε καταλαβαίνεις – πραγματικά δε θα μπορούσες να το καταλάβεις δίχως να κτυπήσεις το μπαλάκι – πως είσαι γυμνός.

Δεν υπάρχει ζακέτα, δεν υπάρχει καμία ζεστασιά.

Και τότε καταλαβαίνεις, πως όλος αυτός ο κόσμος που μαζεύτηκε, δεν ήρθε για να δει τον αγώνα, αλλά τα εκτεθιμένα οπίσθια σου.

Έτσι όπως με πάθος σκύβεις και χτυπάς.

Πως δεν υπάρχει νίκη ή ήττα, μα ένα ρημαγμένο τραπέζι του πινγκ πονγκ που σε κάθε χτύπο σου αναστενάζει και ραγίζει όλο και πιο πολύ.

Αφήνοντας το Νάρκησο

Ξύπνησε απορημένος από το βαθύ του ύπνο. Τεντώθηκε, κοίταξε τον εαυτό του στον καθρέφτη, όχι για πολύ, ίσα ίσα για να θυμηθεί το πρόσωπο του και ύστερα ντύθηκε.

Πόσα χρόνια είχαν περάσει άραγε;

Κοίταξε το ρολόι του. Είχε πεθάνει.

Κοίταξε το ημερολόγιο. Είχε πεθάνει και αυτό.

Όλα έδειχναν παλιά γύρω του. Το φως του ήλιου του χτύπησε το παράθυρο, ήταν άνοιξη.

Κοίταξε έξω, μύριζε ζεστασιά και μέλι.

Γιατί είχε ξυπνήσει;

Βγήκε στην αυλή του. Ήταν βρώμικη, μα του χαμογελούσε. Περπάτησε μέχρι το φράκτη. Ήταν ένας παλιός, μισογκρεμισμένος φράκτης που χρειαζόταν βάψιμο.

Κοίταξε πέρα από το φράχτη. Ήξερε πολύ καλά τι τον περίμενε πέρα από την αυλόπορτα.

Δεν υπήρχε κανείς άλλος.

Ξανατεντώθηκε.

Γιατί είχε ξυπνήσει, αλήθεια;

Να ένα ερώτημα που δεν έχει καμιά απολύτως σημασία, του αποκρίθηκε μια φωνή από το σπίτι του.

Γύρισε πίσω στο δωμάτιο του. Στην αρχή τρόμαξε, αλλά μετά από λίγο ησύχασε κάπως. Το κρεβάτι του δεν ήταν άδειο.

Κοιμόταν σε αυτό κάποιος που του έμοιαζε.

Είχε το ίδιο κούτελο και το ίδιο σκίσιμο στα χείλη, μα την ίδια στιγμή ήταν και διαφορετικός.

Σαν ένα τραγούδι που του αλλάζεις τόνο για να ταιριάξει στη φωνή σου.

Θυμήθηκε το πιάνο. Το βρήκε στο σαλόνι, σκονισμένο, πάντα βαρύ και σοβαρό. Ξεκούρδιστο.

Έπαιξε ενα ξεκούρδιστο νανούρισμα μέχρι που νύχτωσε.

Μόλις τελείωσε, τον κοίταξε για μια τελευταία φορά, τον σκέπασε προσεχτικά με την μπαλωμένη κουβερτούλα του και έφυγε.

Έκανε ψύχρα. Η νύχτα πολεμούσε να τρυπήσει τη γη και να ρουφήξει τους χυμούς της. Η αυλή σκλήρηνε στα βήματα του.

Εκέινος δεν έδωσε σημασία.

Μονάχα, άνοιξε την αυλόπορτα
και
αφού παραμέρισε με το ένα του χέρι τις βραδινές κουρτίνες της ομίχλης,
άρχισε να περπατά σιγοτραγουδώντας,
στο ανθισμένο ναρκοπέδιο της νύχτας του.

Άρρωστος

Την πρώτη μέρα ήταν συνάχι.









Τη δεύτερη μέρα δέκατα.










Την τρίτη μέρα πήρε αντιπυρετικό.











Την τέταρτη ελπίδα.










Την πέμπτη μέρα άρχισε αντιβίωση.










Την έκτη έπεσε σε κώμα.











Και την έβδομη ημέρα αναπαύθηκε.












Τις φωτογραφίες μαζί με πολλές άλλες που βραβεύθηκαν για τη χρονιά που πέρασε μπορείτε να τις βρείτε εδώ.