ξεκούρδιστος
Ο Τζο Ρόθμαν, μηχανικός σιδηροδρόμων, συλλέκτης κουρδιστών παιχνιδιών και ερασιτέχνης
λογιστής μετά τη δύση του ήλιου έριξε άλλο ένα κούτσουρο στη φωτιά για να μη
σβήσει. Εδώ και μια βδομάδα το τζάκι ήταν η μοναδική του συντροφιά όταν γυρνούσε
το βράδυ από τη δουλειά, καθώς για κάποιο μεταφυσικό λόγο που δεν μπορούσε να
προσδιορίσει, πίστευε πως κρατώντας το βλέμμα του σταθερά καρφωμένο για ώρες στις
φλόγες θα έβρισκε την απάντηση στο ερώτημα που τον απασχολούσε. Στα χέρια του
κρατούσε ένα μικρό ξύλινο τρενάκι.
Οι τοίχοι στο μικρό σαλόνι, ήταν γεμάτοι με παράλληλες σειρές από ράφια και
πάνω τους τα αμέτρητα κουρδιστά του παιχνίδια, πολύχρωμα, αν και τώρα έδειχνα
πορτοκαλοκόκκινα, και ακίνητα, αν και όλα τους κάποτε είχαν κουνηθεί από μία
φορά. Όποτε ο Τζο Ρόθμαν αγόραζε κάποιο παιχνίδι ακολουθούσε πάντα το ίδιο επαναλαμβανόμενο
τελετουργικό. Έσερνε το μακρόστενο, λείο τραπέζι του μπροστά στο τζάκι και
έβαζε στις δυο πλευρές του δεξιά και αριστερά βιβλία, τα πιο χοντρά βιβλία οικονομικών
του. Ύστερα κούρδιζε το καινούριο του απόχτημα με αργές κινήσεις, μέχρι το
έλασμα να τεντώσει και το άφηνε να πάρει το δρόμο του. Τα παιχνίδια που δεν έπεφταν
στη φωτιά, κατέληγαν στα ράφια του κι έμεναν εκεί για πάντα. Τα υπόλοιπα
γίνονταν καπνός και στάχτη.
Έτριψε για άλλη μια φορά μηχανικά το ξύλινο τρενάκι μες στη φούχτα του και δάγκωσε
το κάτω χείλος του. Ήταν η πρώτη φορά που ένα παιχνίδι του αρνήθηκε να συμμετάσχει
σε αυτή τη σύντομη τελετουργία επιβίωσης. Ίσως να είχε ζορίσει το μηχανισμό
όταν το κούρδιζε, ή ίσως πάλι να ήταν ελαττωματικό από γεννησιμιού του, για τον
Τζο Ρόθμαν δεν είχε σημασία – όσες φορές και να το κούρδισε εκείνο έμεινε
πεισματικά ακίνητο και τώρα αυτός έπρεπε να πάρει μια απόφαση. Δεν μπορούσε να
το ρίξει στη φωτιά, ούτε όμως ήθελε να το βάλει μαζί με τα υπόλοιπα στα ράφια.
Μετά από μια βδομάδα δεν είχε καταφέρει να βγάλει άκρη. Αποτράβηξε το
βλέμμα του από τις φλόγες για να βάλει μια κούπα με κρασί, όμως σταμάτησε. Η
λύση στο πρόβλημά του δεν βρισκόταν τελικά μόνο στις φλόγες, βρισκόταν και ολόγυρά του.
Μεμιάς ακούμπησε το τρενάκι λίγο πριν την άκρη του τραπεζιού και άρχισε να
κατεβάζει τα κουρδιστά παιχνίδια ένα ένα. Εκείνα θα αποφάσιζαν τη μοίρα του
ανυπάκουου τρένου: μπορεί να το χτυπούσαν και να το έριχναν στη φωτιά, μπορεί
και όχι, ότι ήταν γραφτό να γίνει θα γινόταν.
Το πρώτο κατέληξε στη φωτιά, το ίδιο και το επόμενο, και το επόμενο… και το
επόμενο. Λες και ήταν τόσο μεγάλη η χαρά τους που ξανακινούνταν ή τέτοια η λαχτάρα
τους να μην γυρίσουν πίσω στο ράφι, που ο αρχιμηχανικός όταν πια είχε χάσει
πάνω από τα μισά άρχισε να ανησυχεί. Τα κούρδιζε όλο και πιο απαλά, όλο και πιο
λίγο, όμως εκείνα δε σταματούσαν να ορμάνε με φόρα στις φλόγες αποφεύγοντας με
μαεστρία το ακινητοποιημένο τρένο. Στο τέλος, όταν η φωτιά πια είχε φουντώσει
για τα καλά και τα χέρια του σχεδόν έτρεμαν, κούρδισε και το τελευταίο – μια ταλαιπωρημένη
μπαλαρίνα του μεσοπολέμου. Δεν έστριψε το κλειδί πάνω από μισή βόλτα.
Η μουσική που ακούστηκε τον ξάφνιασε. Δε θυμόταν να την είχε ξανακούσει,
αλλά και πάλι δεν ήταν σίγουρος. Είχε περάσει σχεδόν μια ζωή από τότε που η
γιαγιά του του είχε χαρίσει το πρώτο κουρδιστό του παιχνίδι. Την είδε να
πλησιάζει με αργές, σπασμωδικές κινήσεις και η μελωδία παραμορφωνόταν όλο και
πιο πολύ καθώς πλησίαζε στο τρένο, μέχρι που έφτασε δίπλα του και ύστερα
σταμάτησε.
Ο Τζο Ρόθμαν ξεφύσηξε με ανακούφιση, μα πριν προλάβει να βγάλει τον αέρα
από τα πνευμόνια του, είδε το τρενάκι να κουνιέται από μόνο του και μαζί με τη
μπαλαρίνα, βουβά, να πηδάνε στη φωτιά. Γύρω του, όλα τα ράφια ήταν άδεια και ο
Τζο Ρόθμαν ήταν πια μόνος του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου