5 με 5


Είναι 5 το απόγευμα και έχεις υποσχεθεί στον εαυτό σου πως δε θα ξεκινάς το πιώμα τόσο νωρίς, όμως η απρόσμενη επιτυχία ενός φίλου σου δίνει ένα γερό άλλοθι που κατεβαίνει αβίαστα μέχρι το στομάχι σου μαζί με την πρώτη γουλιά. Ξέρεις που θα καταλήξει και αυτή η ιστορία.

Έχετε καθίσει σε ένα καφενείο – ναι, καφενείο – γιατί είναι η ώρα που προτιμάς να βρίσκεσαι ανάμεσα σε συνταξιούχους, είναι ακόμη νωρίς και απολαμβάνεις την στασιμότητα που γεμίζει το μυαλό σου η επανάληψη των ίδιων συζητήσεων ξανά και ξανά από τους αργόσχολους γέροντες – σου θυμίζει τη στασιμότητα που κυριαρχεί στη ζωή σου, ο χρόνος κάνει πως κινείται για λίγο προς τα εμπρός και μετά από λίγο με ένα απροειδοποίητο άλμα γυρνά στο ίδιο ακριβώς σημείο. Μόνο έτσι νιώθεις άνετα με αυτή την αμείλικτη βελόνα ενός αόρατου πικάπ που έχει κολλήσει στο ίδιο σημείο και σου γδέρνει το μυαλό και το συκώτι.

Απέναντι, στο μικρό γήπεδο ποδοσφαίρου, που περισσότερο μοιάζει με κλουβί που κάποιος στρίμωξε βιαστικά ανάμεσα στις πολυκατοικίες, βλέπεις 5 να αναμετρώνται με άλλους 5 και ενώ ο φίλος σου γελάει θριαμβευτικά και εσύ τον συνοδεύεις παραδομένος στην αδράνεια, σκέφτεσαι το δικό σου κλουβί, τους δικούς σου τέσσερεις που μαζί τους, ως πέμπτος, μοιράζεσαι το κλουβί σου [παραδομένος στην αδράνεια], σκέφτεσαι το τέλος της ημέρας που έφτασε πριν καλά καλά εκείνη να ξεκινήσει, ένα τέλος που το ξέρεις πολύ καλά – έχει φροντίσει για αυτό το déjà vu, για αυτή την καθημερινή δολοφονία του απρόοπτου, εκείνο το αόρατο πικάπ  – και  συνεχίζεις να γελάς και να πίνεις μέχρι που  απέναντι το ματς έχει τελειώσει, μέχρι που το καφενείο κλείνει και είσαι τώρα έτοιμος να ξεκινήσεις τη νύχτα σου.

Είναι 5 το πρωί και δε σε νοιάζει πλέον ούτε το πικαπ, ούτε οι υποσχέσεις που έχεις δώσει στον εαυτό σου. Δίνεις ακόμη χίλιες και κάνεις άλλα τόσα όνειρα που δε θα τα δεις όταν θα κοιμηθείς, γιατί είσαι πάλι μεθυσμένος. Μα προτού μπεις στο σπίτι, προτού ανέβεις όλα αυτά τα θεόρατα σκαλιά, σταματάς στο μικρό γήπεδο του ποδοσφαίρου. Παίρνεις φόρα και σουτάρεις με δύναμη από το πέναλτι. Όμως δε βρίσκεις μπάλα. Δε βρίσκεις τίποτα. Το πόδι σου κλωτσάει τον αέρα κι εσύ σωριάζεσαι φαρδύς πλατύς στο γήπεδο. 

Δεν υπάρχουν σχόλια: