το κορίτσι των διακοπών

Μεσημέρι

Τον βλέπω που κάθεται στη βεράντα του εξοχικού του με μισόκλειστα τα μάτια. Το αριστερό του χέρι παίζει με την άκρη της εφημερίδας, πότε την τσακίζει και πότε τη λυγάει. Στο τραπεζάκι δίπλα του στέκεται ένα μπουκάλι νερό, μισογεμάτο, ζεστό, υποταγμένο πλήρως στη νοθρώτητα του καλοκαιριού. Κάποιος μέσα ροχαλίζει, ο άνεμος είναι καυτός και η θάλασσα μοιάζει να αχνίζει. Γράφω στο σημειωματάριο μου: «Νομίζω πως περιμένει κάτι. Ίσως το πότε θα φανεί και φέτος το κορίτσι των διακοπών».


Σούρουπο

Μόλις ο ήλιος αγγίξει τον ορίζοντα, αρχίζουν να χορεύουν πάνω στους σβέρκους μας οι ιστορίες. Αυτή τη φορά εκείνος θυμάται το απόγευμα που πρωτογνωρίστηκαν. Ο χρόνος που έχει περάσει από τότε κάνει την ανάμνηση να διαθλάται, να σκορπίζει στις άκρες του μυαλού του και τα χρώματα της να θαμπώνουν στο λιγοστό φως της ημεράς που τον εγκαταλείπει. Ήταν άραγε μόνο δώδέκα χρονών; Ποιος τον ξύπνησε όταν εκείνη είχε φύγει; Και γιατί αυτό το μικροσκοπικό ζευγάρι μπλε, πλαστικά σανδάλια κλωτσούσε επίμονα μέσα στο κεφάλι του; Γράφω στο σημειωματάριο μου: «Η πρώτη της ανάμνηση σπάνια είναι και η ομορφότερη. Και ακόμη σπανιότερα μπορείς να καταλάβεις γιατί σε τυρανάει».


Νύχτα

Δε φυσάει πια. Οι κουρτίνες στέκουν ακίνητες και υγρές, η θάλασσα είναι μαύρη και τα αστέρια συνεχίζουν να αγνοούν επιδεικτικά όλους αυτούς που προσπαθούν κι απόψε να τα μετρήσουν. Κάθεται στην άκρη της μικρής ξύλινης πλατφόρμας και πίνει κονιάκ. Εκείνη πίνει κάτι πιο καλοκαιρινό, τζιν με τόνικ ίσως, και όπως κάθε χρόνο κάνει πως δεν τον βλέπει. Μιλάνε, οι πρώτες κουβέντες βγαίνουν κάπως αδιάφορα, σα να πρέπει να γνωρίστουν ξανά από την αρχή. Αργότερα, ξαπλωμένοι στην παραλία προσπαθούν κι εκείνοι να μετρήσουν τα άστρα. Είναι πολύ σκοτεινά για να γράψω οτιδήποτε.


Ξημέρωμα

«Πες μου μια ιστορία».

«Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένας πιστολάς...»

«Όχι, τέτοια. Μια ρομαντική θέλω.»

«Μια φορά κι έναν καιρό, ήταν ένα μικρό κοριτσάκι.»

«Έτσι μπράβο».

«Που ερωτεύτηκε έναν πιστολά...»

«Είσαι ένα καθίκι».

«...»

«Αυτός εκεί πέρα πάλι, τι στο καλό σημειώνει;»


Πρωί

Το φως χτυπάει με δύναμη στα βότσαλα κι από εκεί τρυπάει τα μάτια του. Νιώθει το αλάτι μαζί με την αγρύπνια να τεντώνουν το δέρμα του. Χασμουριέται. Εκείνη κολυμπάει γυμνή ανάμεσα στα βράχια, το νερό λείο, αόρατο σχεδόν, τον προσκαλεί. Καθώς σηκώνεται, τα καβούρια τον κρυφοκοιτάνε στο πέρασμα του και οι γλάροι συνεχίζουν να κράζουν ανέμελα. Για μια στιγμή κοιτάζει μια βάρκα εμπρός του, μισοβουλιαγμένη που όμως επιμένει να επιπλέει. Γράφω στο σημειωματάριο μου: «Κάθε χρόνο συναντιώνται και περνάνε τρεις μέρες μαζί. Μιλάνε, γελάνε, κάνουν έρωτα, ξυπνάνε μαζί, η θάλασσα χτυπά τις φτέρνες τους. Και κάθε χρόνο όταν την αποχωρίζεται αναρωτιέται αν ήταν και φέτος η ίδια. Εκείνη πάλι του χαμογελάει χωρίς να αναρωτιέται για τίποτα.»