Τι σκέφτεσαι?
Κάθε φορά που ξεκινάω
να γράφω ή που ξεκινάω ένα ταξίδι θυμάμαι μια ιστορία που μου είχες πει.
Ποια από όλες?
Εκείνη που μου
είχες πει να μη σου θυμίσω.
Ά, εκείνη… Σε
ευχαριστώ.
Εσύ ρώτησες.
‘…κάποτε
περπατούσαμε δίπλα στις γραμμές του τρένου και έβρεχε. Εσύ φορούσες άσπρο πουκάμισο,
για κάποιο συγκεκριμένο λόγο, που τώρα πια δεν έχει σημασία, αλλά τότε σε
γέμιζε αυτοπεποίθηση και σε έκανε να μοιάζεις με στέλεχος κάποιας μεγάλης
εταιρίας. Θυμάμαι είχε πέσει μια σταγόνα ακριβώς στο σημείο που η τιράντα του
σουτιέν σου άγγιζε στον ώμο σου. Εγώ πήγα να σε φιλήσω και τότε μια εφημερίδα
ήρθε και κόλλησε στο γόνατο σου. Προσπάθησες να την κλωτσήσεις, γλίστρησες και
έπεσες. Έγδαρες τον καρπό σου και έσπασες ένα νύχι. Ύστερα σε πήρα από το χέρι,
ήπιαμε ζεστή σοκολάτα και κονιάκ. Μου είχες πει μια ιστορία που ήθελες να
ξεχάσεις. Έξω συνέχιζε να φυσάει και να βρέχει και στο ραδιόφωνο έπαιζε ένα
τραγούδι που ακούγαμε και οι δύο για πρώτη φορά.’
Η ιστορία, όπως τη
διηγήθηκε εκείνη:
[Ήταν εντελώς
ασυγκίνητη και τόσο σοβαρή που δεν μπόρεσα ποτέ να ξεχάσω ούτε μία λέξη από όσα μου
αφηγήθηκε.]
Όταν ήμουν μικρή λυπόμουνα
τα τρένα. Αν το καλοσκεφτείς, όσο λαμπερές κι αν είναι οι ράγες μοιάζουν με
κάγκελα φυλακής... Και τα τρένα είναι για πάντα καταδικασμένα να πηγαινοέρχονται πάνω
στην ίδια διαδρομή...
Έχεις σταθεί
μπροστά σε τρένο?
Το ακούς να
έρχεται από μακριά, δε σε έχει δει ακόμη. Ακούραστο, με 200 χιλιόμετρα την ώρα έρχεται
καταπάνω σου μα δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά.
Κάποια στιγμή θα σε
δει, αλλά και πάλι εξακολουθεί να έρχεται. Δεν μπορεί να κάνει τίποτα απολύτως.
Σφυρίζει ξανά και
ξανά και κάθε δευτερόλεπτο που περνάει συνειδητοποιεί πως είναι ανήμπορο να
αντιδράσει. Δεν μπορεί να σταματήσει, είναι τα 200 χιλιόμετρα την ώρα και οι
500 τόνοι από ατσάλι.
Όχι, δεν μπορεί
να κάνει τίποτα, είναι αναγκασμένο να πέσει κατά πάνω σου.
Χα! Τί κι αν τα φρένα
ουρλιάζουν [κόκκινες και κίτρινες οι σπίθες, σχεδόν σου καίνε πια τα μάγουλα],
τι κι αν συνεχίζει να σφυρίζει, η κόρνα δεν μπορεί να σε σπρώξει παραπέρα.
Και η πρόσκρουση
δεν έχει τίποτα το εντυπωσιακό.
Θυμάμαι μόνο το γαλάζιο
της φόρεμα.
Κι ύστερα το
τρένο σταματημένο και σιωπηλό.
Πριν από δέκα
λεπτά ακριβώς, κάπου στο τρίτο βαγόνι, ή μπορεί να ήταν και στο τέταρτο, ένας άντρας
χασμουρήθηκε και αναρωτήθηκε τι ώρα θα φτάσουν στον επόμενο σταθμό.
Η κυρία απέναντι
τον διαβεβαίωσε πως αυτό το τρένο φτάνει πάντα στην ώρα του.
Έτσι κι αλλιώς δεν
μπορεί να κάνει διαφορετικά.
«Όταν αποφάσισες να σταθείς απέναντι στο
τρένο, εγώ δεν ήμουν εκεί να δω το γαλάζιο σου φόρεμα. Η αλήθεια είναι πως δεν
έχω ιδέα τι χρώμα ήταν. Δεν έχω ιδέα καν αν ήταν φόρεμα. Ήμουν μέσα σε ένα άλλο
τρένο σε κάποια άλλη ήπειρο που όμως ταξίδευε πάνω στις ίδιες καλογυαλισμένες
ράγες. Κι εκεί οι άνθρωποι είναι το ίδιο σκυθρωποί με όλους αυτούς που άφησα
πίσω και μάλιστα απαιτούν ακόμη περισσότερο τα δρομολόγια να τηρούνται πάντα με
απόλυτη ακρίβεια. Για ποιό λόγο που ακόμη δεν καταλαβαίνω. Ίσως και αυτοί όπως κι
εσύ να μην μπορούν να κάνουν πολύ διαφορετικά.»