καληνύχτα

Άλλο ένα βράδυ, ή πιο σωστά άλλο ένα ξημέρωμα, τον βρήκε να οδηγεί προς το σπίτι του σε μια άδεια λεωφόρο.

Δεξιά και αριστερά του οι πολυκατοικίες, γκρίζες και σκοτεινές και με κάποιο τρόπο, που δεν μπορούσε να εξηγήσει, απειλητικές στην όψη.

Ένα φανάρι τον σταμάτησε και τότε του έγινε ακόμη πιο έντονη η αίσθηση όλων εκείνων που, στοιβαγμένοι, ολόγυρα του κοιμόντουσαν.

Κάποιοι από αυτούς τώρα θα ονειρεύονται, σκέφτηκε.

Τότε, το φανάρι άναψε πράσινο.

Κι εκείνος τη σκέψη του άφησε μονομιάς

και βιάστηκε να πάει να τους συναντήσει.

καφεδάκι

Είναι από εκείνα τα πρωινά που ξυπνάς και νιώθεις πως δεν υπάρχει τίποτα άλλο πέρα από τον καφέ που έχεις μπροστά σου.

Η άκρη του κόσμου σου, μετέωρη στο χείλος της.

Κι ύστερα μια ηλιαχτίδα τρυπάει τα σύννεφα, γλιστρά ανάμεσα στις πολυκατοικίες και πέφτει ακριβώς εκεί, στην άκρη.

Κοιτάς προς τα εκεί, αλλά όσο ξαφνικά ήρθε, τόσο ξαφνικά χάνεται.

Ο ουρανός θαμμένος πέντε πατώματα πιο πάνω.

Η θάλασσα πίσω από εκείνο το εμπορικό κέντρο και τις τράπεζες.

Κάθε μέρα που περνάει η πόλη μας σπρώχνει όλο και πιο πίσω τον ορίζοντα.

Με μπαλώματα προσπαθεί να κρατήσει τον ήλιο απ’ έξω.

Η κούπα σου έχει πια σχεδόν αδειάσει.

Κοιτάς από τα παράθυρο δυο παιδιά που χαζολογάνε πηγαίνοντας για το σχολείο.

Και αναρωτιέσαι για πόσο ακόμη θα πίνεις τον καφέ σου χλιαρό και σκέτο. 

νηφάλιος

Το πρόβλημα δεν ήταν η αποτοξίνωση.

Όχι, το στερητικό σύνδρομο κάποια στιγμή περνάει.

Το πρόβλημα είναι η επανένταξη.

Κάθε φορά που βγαίνεις από το σπίτι σου να βλέπεις όλα αυτά που σε έκαναν να πίνεις.

Και όταν μένεις μέσα, το ανυπόφορο στρίμωγμα, τέσσερεις τοίχοι.

Πόσο απλά και όμορφα θα ήταν όλα με ένα μπουκάλι βότκα.

Πόσο απλά και όμορφα θα ήταν όλα μες σε ένα μπουκάλι βότκα.

Ασφαλής και μικροσκοπικά ασήμαντος.

Όσο πιο μικρός, τόσο πιο πολύ χώρο θα έχεις.

Και λίγο θα σε ένοιαζε για το χέρι εκείνο που θα στοίβαζε το μπουκάλι σου δίπλα σε άλλα.

Ίσα ίσα που τότε θα είχες και παρέα.

Χιλιάδες όμοια μπουκάλια, σε σκονισμένα ράφια, μεσημέρι.

Πόσο απλά και όμορφα θα ήταν όλα.

Και τακτοποιημένα.

μάζα επί ταχύτητα στο τετράγωνο

Τι σκέφτεσαι?

Κάθε φορά που ξεκινάω να γράφω ή που ξεκινάω ένα ταξίδι θυμάμαι μια ιστορία που μου είχες πει.

Ποια από όλες?

Εκείνη που μου είχες πει να μη σου θυμίσω.

Ά, εκείνη… Σε ευχαριστώ.

Εσύ ρώτησες.

‘…κάποτε περπατούσαμε δίπλα στις γραμμές του τρένου και έβρεχε. Εσύ φορούσες άσπρο πουκάμισο, για κάποιο συγκεκριμένο λόγο, που τώρα πια δεν έχει σημασία, αλλά τότε σε γέμιζε αυτοπεποίθηση και σε έκανε να μοιάζεις με στέλεχος κάποιας μεγάλης εταιρίας. Θυμάμαι είχε πέσει μια σταγόνα ακριβώς στο σημείο που η τιράντα του σουτιέν σου άγγιζε στον ώμο σου. Εγώ πήγα να σε φιλήσω και τότε μια εφημερίδα ήρθε και κόλλησε στο γόνατο σου. Προσπάθησες να την κλωτσήσεις, γλίστρησες και έπεσες. Έγδαρες τον καρπό σου και έσπασες ένα νύχι. Ύστερα σε πήρα από το χέρι, ήπιαμε ζεστή σοκολάτα και κονιάκ. Μου είχες πει μια ιστορία που ήθελες να ξεχάσεις. Έξω συνέχιζε να φυσάει και να βρέχει και στο ραδιόφωνο έπαιζε ένα τραγούδι που ακούγαμε και οι δύο για πρώτη φορά.’

Η ιστορία, όπως τη διηγήθηκε εκείνη:

[Ήταν εντελώς ασυγκίνητη και τόσο σοβαρή που δεν μπόρεσα ποτέ να ξεχάσω ούτε μία λέξη από όσα μου αφηγήθηκε.]

Όταν ήμουν μικρή λυπόμουνα τα τρένα. Αν το καλοσκεφτείς, όσο λαμπερές κι αν είναι οι ράγες μοιάζουν με κάγκελα φυλακής... Και τα τρένα είναι για πάντα καταδικασμένα να πηγαινοέρχονται πάνω στην ίδια διαδρομή...
Έχεις σταθεί μπροστά σε τρένο?
Το ακούς να έρχεται από μακριά, δε σε έχει δει ακόμη. Ακούραστο, με 200 χιλιόμετρα την ώρα έρχεται καταπάνω σου μα δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά.
Κάποια στιγμή θα σε δει, αλλά και πάλι εξακολουθεί να έρχεται. Δεν μπορεί να κάνει τίποτα απολύτως.
Σφυρίζει ξανά και ξανά και κάθε δευτερόλεπτο που περνάει συνειδητοποιεί πως είναι ανήμπορο να αντιδράσει. Δεν μπορεί να σταματήσει, είναι τα 200 χιλιόμετρα την ώρα και οι 500 τόνοι από ατσάλι.
Όχι, δεν μπορεί να κάνει τίποτα, είναι αναγκασμένο να πέσει κατά πάνω σου.
Χα! Τί κι αν τα φρένα ουρλιάζουν [κόκκινες και κίτρινες οι σπίθες, σχεδόν σου καίνε πια τα μάγουλα], τι κι αν συνεχίζει να σφυρίζει, η κόρνα δεν μπορεί να σε σπρώξει παραπέρα.
Και η πρόσκρουση δεν έχει τίποτα το εντυπωσιακό.
Θυμάμαι μόνο το γαλάζιο της φόρεμα.
Κι ύστερα το τρένο σταματημένο και σιωπηλό.

Πριν από δέκα λεπτά ακριβώς, κάπου στο τρίτο βαγόνι, ή μπορεί να ήταν και στο τέταρτο, ένας άντρας χασμουρήθηκε και αναρωτήθηκε τι ώρα θα φτάσουν στον επόμενο σταθμό.
Η κυρία απέναντι τον διαβεβαίωσε πως αυτό το τρένο φτάνει πάντα στην ώρα του. 
Έτσι κι αλλιώς δεν μπορεί να κάνει διαφορετικά.

«Όταν αποφάσισες να σταθείς απέναντι στο τρένο, εγώ δεν ήμουν εκεί να δω το γαλάζιο σου φόρεμα. Η αλήθεια είναι πως δεν έχω ιδέα τι χρώμα ήταν. Δεν έχω ιδέα καν αν ήταν φόρεμα. Ήμουν μέσα σε ένα άλλο τρένο σε κάποια άλλη ήπειρο που όμως ταξίδευε πάνω στις ίδιες καλογυαλισμένες ράγες. Κι εκεί οι άνθρωποι είναι το ίδιο σκυθρωποί με όλους αυτούς που άφησα πίσω και μάλιστα απαιτούν ακόμη περισσότερο τα δρομολόγια να τηρούνται πάντα με απόλυτη ακρίβεια. Για ποιό λόγο που ακόμη δεν καταλαβαίνω. Ίσως και αυτοί όπως κι εσύ να μην μπορούν να κάνουν πολύ διαφορετικά.»