κύκλος

Ήταν μια συνηθισμένη Κυριακή του Γενάρη όταν ο Έκτορ Φενώ σηκώθηκε απροειδοποίητα από το μεσημεριανό τραπέζι και δίχως να πει κουβέντα φόρεσε το δερμάτινο τζάκετ του, πήρε το κράνος της μηχανής του και έφυγε.

Οι δικοί του παραξενευτήκαν αρκετά, καθώς το κυριακάτικο τραπέζι αποτελούσε παράδοση, σχεδόν ρουτίνα, για την οικογένεια και κανείς δεν μπόρεσε να θυμηθεί κάποιο αντίστοιχο περιστατικό που να την είχε διακόψει στο παρελθόν, παρά μονάχα κάποια προσωρινή ασθένεια ή ένα υποχρεωτικό επαγγελματικό ταξίδι.

Ακόμη κι όταν ύστερα από κάμποσες ώρες άκουσαν στο ραδιόφωνο για τον μυστηριώδη μοτοσικλετιστή που κάνει ασταμάτητους γύρους γύρω από την κεντρική πλατεία της πόλης, ακόμη και τότε, ο νους τους δεν πήγε στον Έκτορ.

Αρκετοί από τους περαστικούς ισχυρίστηκαν πως έτυχε να βρίσκονται στην πλατεία από την πρώτη κιόλας στιγμή που διαδραματίστηκε ετούτο το ασυνήθιστο συμβάν, αν και αυτές οι δηλώσεις είναι μάλλον ανακριβείς, καθώς κανείς δε θα μπορούσε να γνωρίζει με βεβαιότητα αν ήταν στο σημείο εκείνο τη στιγμή που ο Έκτορ Φενώ έκανε τον παρθενικό του κύκλο γύρω από την πλατεία.

Και πόσους κύκλους είχε άραγε κάνει μέχρι τη στιγμή που κάποιος τον παρατήρησε? Κατά αυτή την έννοια ο Έκτορ θα μπορούσε να βρισκόταν για πάντα στην πλατεία και απλά μέχρι τότε οι άνθρωποι να μην είχαν αντιληφθεί την παρουσία του.

Όπως και να ‘χει από τη στιγμή που έγινε αντιληπτός όμως, όλο και περισσότερος κόσμος άρχισε να μαζεύεται μέχρι που κάποια στιγμή έγινε τόσο πολύς που έκλεισε όλους τους δρόμους που οδηγούσαν προς το κέντρο της πόλης.

Ο Έκτορ οδηγούσε πια ολομόναχος και όπως παρατήρησε και ένας δημοσιογράφος, τώρα ακόμη και να ήθελε να φύγει δεν μπορούσε να δραπετεύσει από την πλατεία. Θα έπρεπε υποχρεωτικά να σταματήσει.

Όμως, καθώς περνούσαν οι ώρες ο κόσμος άρχισε σιγά σιγά να αραιώνει. Κάποιοι βαρέθηκαν, κάποιοι πεινάσανε και κάποιοι άλλοι νύσταξαν. Έτσι κι αλλιώς το έδειχνε και η τηλεόραση.

Το απογευματινό ψιλόβροχο, που μέχρι να νυχτώσει έγινε μπόρα γερή, έδιωξε και τους τελευταίους θεατές. Στο τέλος δεν μπορούσες να δεις ούτε στα πέντε μέτρα! Μέχρι και τα τηλεοπτικά συνεργεία φύγανε κακήν κακώς!

Αργότερα, πολύ αργότερα, όταν η βροχή σταμάτησε τον είχανε πια ξεχάσει.

Μονάχα όταν βγήκανε οι σκουπιδιάρηδες να κάνουν τη δουλειά τους, τότε ήταν που βρήκανε τη μηχανή του. Ακουμπισμένη στο πεζοδρόμιο δίπλα στους κάδους, με το ντεπόζιτο της άδειο και το κλειδί παρατημένο πάνω στη μίζα.

Όσο κι αν έψαξαν εκεί τριγύρω ο ιδιοκτήτης της δε βρέθηκε.

Αλλά ούτε και παραπέρα.

Τον Έκτορ Φενώ δεν τον ξαναείδε ποτέ κανείς.